παστήρια

παστήρια
τὰ, Α
1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα
τὰ ἐντόσθια
κοιλία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ- τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. τελεσ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παστήρια — feast on sacrificial meats neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”